-
1 ἐν-δεής
ἐν-δεής, ές, ermangelnd, bedürftig; πολλῶν ἐνδεής, im Ggstz von αὐτάρκης, Plat. Rep. II, 369 b u. öfter; πόλεις πολλαὶ διώλοντ' ἐνδεεῖς στρατηλάτου Eur. Suppl. 192; ψιλῶν ἀκοντιστῶν Thuc. 3, 97; ὧν αὐτοὶ ἐνδεεῖς εἰσιν, ὑμεῖς δὲ πλουτεῖτε Isocr. 2, 1; οὐδὲν ἐνδεὲς ποιούμενος, Nichts übrig lassend, Soph. Phil. 375; μηδὲν ἐνδεὲς λιπεῖν Eur. Phoen. 385; ἐνδεὴς τὴν ὄψιν, vom Kyklopen, Luc. D. mar. 1, 2. – Dah. = nachstehend, schwächer, bes. im comp., αἰσχρὰ σοῦ γέ μ' ἐνδεέστερον ξένῳ φανῆναι Soph. Phil. 520, daß ich dem Fremden als Einer, der dir nachsteht, erscheine; ἐνδεέστερα φαίνεται τὰ ἡμέτερα πρήγματα Her. 7, 48; Folgde; τῇ παρασκευῇ, in der Rüstung, Thuc. 2, 87; ταῖς οὐσίαις Isocr. 4, 105; τὰ κρείσσω μηδὲ τἀνδεᾶ λέγων, das Schlechtere, Soph. O. C. 1432; γένος οὐδενὸς ἐνδεής, Keinem an Geburt nachstehend, Xen. Hell. 7, 1, 23; ἐνδεέστεροί τι ἡμῶν ὅτι οὐ πεπαίδευνται Cyr. 2, 2, 1; τῆς δυνάμεως ἐνδεᾶ πρᾶξαι Thuc. 1, 70, weniger als man kann; vgl. Plut. Sol. 16. – Dah. nicht hinreichend, Ggstz von ἱκανός, πρὸς τὸν πόλεμον Plat. Prot. 322 e, vgl. Legg. VII, 802 b; unvollkommen, συνϑῆκαι Thuc. 8, 36; τὸ ἐνδεές, die Beschränktheit des Geistes, 3, 83; ἐν τῷ σώματι ἐνδεές τι ἔχειν, ein Gebrechen haben, Xen. Cyr. 8, 1, 40. – Man bemerke noch σμικροῠ τινος ἐνδ. εἰμι πάντ' ἔχειν Plat. Prot. 329 b. – Adv. ἐνδεῶς, z. B. ἔχειν τινός, ermangeln, Plut. Nic. 27 u. A.; Ggstz ἱκανῶς, Plat. Phaed. 88 e; ἐνδεεστέρως ἔχειν 74 e, wie Thuc. 4, 39; Xen. Lac. 2, 5.
См. также в других словарях:
LITURGIA — Gr. λειτουργία, voxapud patres in Eccl. frequens, non uno semper eodemque modo accipitur. Λειτουργεῖν primâ notione, est opus facere publicum, vel publice, quae significatio postea sese laxius explicuit. Apud Graecos Scriptores Platonem, Aristor … Hofmann J. Lexicon universale
εφαρμογή — η (Α ἐφαρμογή) [εφαρμόζω] προσαρμογή, συναρμογή, ακριβής τοποθέτηση κάποιου σώματος ή αντικειμένου πάνω σε ένα άλλο («ὁ κανὼν ἀπευθύνει τὰ λοιπὰ τῇ πρὸς αὐτὸν ἐφαρμογῇ και παραθέσει συνεξομοιῶν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. μτφ. εκτέλεση στην πράξη,… … Dictionary of Greek
ομαλότητα — η (ΑΜ ὁμαλότης) [ομαλός] (ιδίως για επιφάνεια) η ιδιότητα τού ομαλού, το να είναι κάτι επίπεδο ή λείο, χωρίς εσοχές ή εξοχές, χωρίς ανωμαλίες («ὁμαλότης τοῡ ἐνόπτρου», Αριστοτ.) νεοελλ. πολιτική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ευρυθμία τού… … Dictionary of Greek
προσανατρέχω — Α 1. τρέχω επί πλέον προς τα πάνω 2. κάνω μια ακόμη αναδρομή στο παρελθόν 2. μτφ. ακμάζω, πλουτίζω («ταχὺ προσανέδραμον ταῑς οὐσίαις», Διόδ. Σ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνατρέχω «τρέχω προς τα πίσω, θυμάμαι τα περασμένα, βλαστάνω»] … Dictionary of Greek